αίολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αίολος | η | αίολη | το | αίολο |
γενική | του | αίολου | της | αίολης | του | αίολου |
αιτιατική | τον | αίολο | την | αίολη | το | αίολο |
κλητική | αίολε | αίολη | αίολο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αίολοι | οι | αίολες | τα | αίολα |
γενική | των | αίολων | των | αίολων | των | αίολων |
αιτιατική | τους | αίολους | τις | αίολες | τα | αίολα |
κλητική | αίολοι | αίολες | αίολα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αίολος < αρχαία ελληνική αἰόλος (< εἰλέω ή αἰών) (με αναβιβασμό του τόνου λόγω του Αἴολος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αίολος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αίολος
→ δείτε τις λέξεις αβάσιμος, ξεπερασμένος, αστήρικτος και αθεμελίωτος |