αγκούγκλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκούγκλιστος η αγκούγκλιστη το αγκούγκλιστο
      γενική του αγκούγκλιστου της αγκούγκλιστης του αγκούγκλιστου
    αιτιατική τον αγκούγκλιστο την αγκούγκλιστη το αγκούγκλιστο
     κλητική αγκούγκλιστε αγκούγκλιστη αγκούγκλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκούγκλιστοι οι αγκούγκλιστες τα αγκούγκλιστα
      γενική των αγκούγκλιστων των αγκούγκλιστων των αγκούγκλιστων
    αιτιατική τους αγκούγκλιστους τις αγκούγκλιστες τα αγκούγκλιστα
     κλητική αγκούγκλιστοι αγκούγκλιστες αγκούγκλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκούγκλιστος < α- + γουγκλίζω + -τος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ungoogled & ungoogl(e)able[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

αγκούγκλιστος

  1. (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) που δεν έχει γκουγκλιστεί ή/και δεν μπορεί να γκουγκλιστεί
  2. (γενικότερα, κατ’ επέκταση) που δεν έχει αναζητηθεί σε ή/και δεν μπορεί να βρεθεί από μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]