αδελφοποιτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδελφοποιτός < μεσαιωνική ελληνική αδελφοποιτός < αδελφός + ποιώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδελφοποιτός αρσενικό (και αδερφοποιτός)
- (ιστορία, γενικότερα) αυτός που έχει συνδεθεί με κάποιον άλλον με αδελφικούς δεσμούς (και έχει αναμίξει μαζί του συμβολικά το αίμα του)
- (ιστορία, ειδικότερα) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του κατώτερου βαθμού (πρώτη τάξη) της Φιλικής Εταιρείας
- ≈ συνώνυμα: βλάμης
- → επόμενος βαθμός: συστημένος
- ※ Εκ του τρόπου που γινόταν η μύησις του αδελφοποιτού εξησφαλίζετο η Εταιρεία από τους κινδύνους της πιθανής προδοσίας. Διότι η αδελφοποίησις ήτο παλαιόν ελληνικόν έθιμον και, αν απεκαλύπτετο η μύησις εις την Εταιρείαν, ημπορούσε να δικαιολογηθή ότι επρόκειτο περί της παλαιάς εκείνης κοινωνικής συνηθείας, που την εσέβοντο και οι Τούρκοι.
- Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄. Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου, ²1940, σ. 133.
- (παρωχημένο) πολύ στενός, αδελφικός φίλος
- → δείτε και τη λέξη μπράτιμος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδελφοποιτός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αδελφοποιτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας