ακανόνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακανόνιστος < στερητικό α- + (κανονίζω) κανονισ- + -τος, ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική irrégulier)
- για τον θρησκευτικό όρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκανόνιστος (< κανών κανόνας πίστης)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kaˈno.ni.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐νό‐νι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακανόνιστος, -η, -ο
- ο ασύμμετρος, χωρίς τις αναμενόμενες αναλογίες σε χρόνους, μορφή, ρυθμό
- ↪ ακανόνιστοι παλμοί καρδιάς, ακανόνιστα χαρακτηριστικά
- που δεν ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο
- που δεν έχει τακτοποιηθεί, ο αρρύθμιστος
- (θρησκεία) που δεν συμφωνεί με τους κανόνες της εκκλησίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν συμφωνεί με θρησκευτικούς κανόνες
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)