αλήστευτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλήστευτος η αλήστευτη το αλήστευτο
      γενική του αλήστευτου της αλήστευτης του αλήστευτου
    αιτιατική τον αλήστευτο την αλήστευτη το αλήστευτο
     κλητική αλήστευτε αλήστευτη αλήστευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλήστευτοι οι αλήστευτες τα αλήστευτα
      γενική των αλήστευτων των αλήστευτων των αλήστευτων
    αιτιατική τους αλήστευτους τις αλήστευτες τα αλήστευτα
     κλητική αλήστευτοι αλήστευτες αλήστευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλήστευτος < α- στερητικό + ληστεύω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αλήστευτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]