ανακυκλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακυκλωτικός < ανακυκλώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανακυκλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ανακύκλωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανακυκλώνω, κυκλώνω και κύκλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακυκλωτικός
|