αναλογιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.lo.ʝiˈzo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐λο‐γι‐ζό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναλογιζόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αναλογίζομαι
- ↪ Αρνήθηκε αναλογιζόμενος τις μεγάλες ευθύνες που θα αναλάμβανε
- ≈ συνώνυμα: σκεπτόμενος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- αναλογιζόμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας