ανελλιπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανελλιπής | η | ανελλιπής | το | ανελλιπές |
γενική | του | ανελλιπούς* | της | ανελλιπούς | του | ανελλιπούς |
αιτιατική | τον | ανελλιπή | την | ανελλιπή | το | ανελλιπές |
κλητική | ανελλιπή(ς) | ανελλιπής | ανελλιπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανελλιπείς | οι | ανελλιπείς | τα | ανελλιπή |
γενική | των | ανελλιπών | των | ανελλιπών | των | ανελλιπών |
αιτιατική | τους | ανελλιπείς | τις | ανελλιπείς | τα | ανελλιπή |
κλητική | ανελλιπείς | ανελλιπείς | ανελλιπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανελλιπής: που γίνεται χωρίς διακοπές· συνεχής, τακτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανελλιπής
|