αντικαποδιστριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαποδιστριακός < αντι- + καποδιστριακός < Καποδίστρι(ας) + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.di.ka.po.ði.stɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐κα‐πο‐δι‐στρι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικαποδιστριακός, -ή, -ό
- που είναι απέναντι ή ενάντια στον κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικαποδιστριακός αρσενικό
- άτομο που αντιτάχθηκε στην πολιτική του κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια
- ※ Καταξιωμένος έμπορος, τραχύς ναυτικός, πειρατής, τουρκόφιλος, επαναστάτης, ναύαρχος του υδραίικου στόλου, διώκτης της πειρατείας στο Αιγαίο, ναύαρχος του εθνικού ναυτικού, πυρπολητής του εθνικού στόλου, αντικαποδιστριακός και υποστηρικτής του Όθωνα! Όλα αυτά σε μία προσωπικότητα. Αυτή του Ανδρέα Μιαούλη...
- Παύλος Κάγιος, Aνδρέας Mιαούλης, αντιφατικός ως Έλλην, Τα Νέα, 20 Αυγούστου 2003
- ※ Καταξιωμένος έμπορος, τραχύς ναυτικός, πειρατής, τουρκόφιλος, επαναστάτης, ναύαρχος του υδραίικου στόλου, διώκτης της πειρατείας στο Αιγαίο, ναύαρχος του εθνικού ναυτικού, πυρπολητής του εθνικού στόλου, αντικαποδιστριακός και υποστηρικτής του Όθωνα! Όλα αυτά σε μία προσωπικότητα. Αυτή του Ανδρέα Μιαούλη...
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Καποδίστριας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικαποδιστριακός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αντικαποδιστριακός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)