αντικειμενοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικειμενοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντικειμενοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αντικειμενοποιημένος, -η, -ο
- που έχει αντικειμενοποιηθεί
- ιδέα που έχει υλοποιηθεί ή έστω εκφραστεί συμβολικά σε υλικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αντικείμενο, αντί και κείμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικειμενοποιημένος