ανυπέρβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυπέρβλητος < αρχαία ελληνική ἀνυπέρβλητος < (ρηματικό επίθετο) αν- στερητικό + υπερβάλλω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυπέρβλητος -η -ο
- που δεν μπορείς να τον ξεπεράσεις, αντιμετωπίσεις, νικήσεις
- ανυπέρβλητα εμπόδια
- αξεπέραστος, ασυναγώνιστος
- ανυπέρβλητη δόξα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυπέρβλητος
|