αποπειρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπειρατικός < απόπειρα + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conatif)
Επίθετο[επεξεργασία]
αποπειρατικός
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- αποπειρατικός ενεστώτας: (γραμματική) ο ενεστώτα που δηλώνει την απόπειρα, την προσπάθεια του υποκειμένου ενός ρήματος