απύρηνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπύρηνος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απύρηνος η απύρηνη το απύρηνο
      γενική του απύρηνου της απύρηνης του απύρηνου
    αιτιατική τον απύρηνο την απύρηνη το απύρηνο
     κλητική απύρηνε απύρηνη απύρηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απύρηνοι οι απύρηνες τα απύρηνα
      γενική των απύρηνων των απύρηνων των απύρηνων
    αιτιατική τους απύρηνους τις απύρηνες τα απύρηνα
     κλητική απύρηνοι απύρηνες απύρηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απύρηνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπύρηνος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + πυρήν(ας) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

απύρηνος, -η, -ο

  1. (βοτανική) καρπός που δεν έχει κουκούτσι
  2. (βιολογία) που δεν έχει πυρήνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]