ασταφίδιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασταφίδιαστος < α- + σταφιδιάζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασταφίδιαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει σταφιδιάσει, δεν έχει μετατραπεί σε σταφίδα
- άλλες μορφές: ασταφίδωτος
- (μεταφορικά) που δεν έχει σταφιδιάσει, δεν έχει ζαρώσει, αφυδατωθεί, δεν έχει πάψει να είναι σφριγηλός
- (μεταφορικά) (για πρόσωπο) χωρίς ρυτίδες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ασταφίδιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασταφίδιαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασταφίδιαστος
|