ασύμφορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύμφορος < αρχαία ελληνική ἀσύμφορος και ἀξύμφορος < α- στερητικό και συμφέρω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύμφορος, -η, -ο
- που δεν είναι συμφέρων, αντίκειται στα συμφέροντα κάποιου, δεν είναι προς το συμφέρον του, δεν του εξασφαλίζει κέρδος ή άλλα οφέλη, δεν τον ευνοεί στον οικονομικό ή άλλους τομείς διαπραγμάτευσης, είναι απρόσφορος, ανωφελής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύμφορος