αχάλαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχάλαστος η αχάλαστη το αχάλαστο
      γενική του αχάλαστου της αχάλαστης του αχάλαστου
    αιτιατική τον αχάλαστο την αχάλαστη το αχάλαστο
     κλητική αχάλαστε αχάλαστη αχάλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχάλαστοι οι αχάλαστες τα αχάλαστα
      γενική των αχάλαστων των αχάλαστων των αχάλαστων
    αιτιατική τους αχάλαστους τις αχάλαστες τα αχάλαστα
     κλητική αχάλαστοι αχάλαστες αχάλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχάλαστος < μεσαιωνική ελληνική αχάλαστος < α- + χαλώ

Επίθετο[επεξεργασία]

αχάλαστος

  1. που δεν χαλάει η δεν έχει χαλάσει
     συνώνυμα: άθικτος
  2. (για ποσό) που δεν έχει δαπανηθεί
  3. (σπάνιο) που δεν ενοχλείται
    άλλες μορφές: αχάλαγος
  4. (μεταφορικά) αδιάφθορος
  5. (μεταφορικά) παρθένος, αδιακόρευτος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]