βασικοκυτταρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασικοκυτταρικός < βασικός + -ο- + κυτταρικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βασικοκυτταρικός
- (ιατρική) (για καρκίνο) που προκύπτει από βασικά κύτταρα, δηλαδή κύτταρα που βρίσκονται στο κατώτερο στρώμα της επιδερμίδας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασικοκυτταρικός
|