βιοασφάλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοασφάλεια | οι | βιοασφάλειες |
γενική | της | βιοασφάλειας | των | βιοασφαλειών |
αιτιατική | τη | βιοασφάλεια | τις | βιοασφάλειες |
κλητική | βιοασφάλεια | βιοασφάλειες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοασφάλεια < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biosafety. Μορφολογικά αναλύεται σε βιο- + ασφάλεια.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.o.aˈsfa.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐α‐σφά‐λει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοασφάλεια θηλυκό
- (βιολογία) προστασία των οικοσυστημάτων και του ανθρώπου από ενδεχόμενη βλάβη από βιολογικούς παράγοντες, όπως μολυσματικά μικρόβια ή τροποποιημένα γονίδια
- ※ O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ήδη ανακοίνωσε ότι θα ελέγξει τις συνθήκες βιοασφάλειας στις περιοχές με εκτροφεία των μικρών ζώων σε όλο τον κόσμο προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εξάπλωσης του νέου στελέχους.
- Ανησυχία για τη μετάλλαξη του ιού στα μινκ (7 Νοεμβρίου 2020), Η Καθημερινή
- ※ O Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ήδη ανακοίνωσε ότι θα ελέγξει τις συνθήκες βιοασφάλειας στις περιοχές με εκτροφεία των μικρών ζώων σε όλο τον κόσμο προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εξάπλωσης του νέου στελέχους.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- βιοασφάλεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)