μικρόβιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μικρόβιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικρόβιο τα μικρόβια
      γενική του μικροβίου
μικρόβιου
των μικροβίων
    αιτιατική το μικρόβιο τα μικρόβια
     κλητική μικρόβιο μικρόβια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μικρόβιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική microbe < αρχαία ελληνική μικρός + βίος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miˈkɾo.vi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐βι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μικρόβιο ουδέτερο

  1. (βιολογία) μονοκύτταρος μικροοργανισμός με μέγεθος μικρότερο από 0,1mm, ορατός μόνο με μικροσκόπιο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό, οικείο) μικρόσωμος άνθρωπος που δεν τον υπολογίζουν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]