μικροβιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροβιακός < μικρόβιο + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική microbien)
Επίθετο[επεξεργασία]
μικροβιακός, -ή, -ό