βουλησιαρχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουλησιαρχία οι βουλησιαρχίες
      γενική της βουλησιαρχίας των βουλησιαρχιών
    αιτιατική τη βουλησιαρχία τις βουλησιαρχίες
     κλητική βουλησιαρχία βουλησιαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουλησιαρχία < βούλησις + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική volontarisme)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vu.li.si.aɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐λη‐σι‐αρ‐χί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουλησιαρχία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βούληση, βούλομαι και άρχω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]