δασύτριχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασύτριχος < (ελληνιστική κοινή) δασύθριξ < δασύς + θρίξ (γενική: τριχός)
Επίθετο[επεξεργασία]
δασύτριχος, -η, -ο
- δασύτριχο στήθος