μαλλιαρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαλλιαρός < μεσαιωνική ελληνική μαλλιαρός < μαλλίν < αρχαία ελληνική μαλλός
Επίθετο
[επεξεργασία]μαλλιαρός, -η, -ο
- που έχει πολλά μαλλιά, πολύ τρίχωμα
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με τον μαλλιαρισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν