διάτρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάτρητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάτρητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈa.tɾi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐τρη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
διάτρητος, -η, -ο
- που έχει τρύπες, ο τρυπητός
- (μεταφορικά) που έχει λογικά ή άλλου είδους κενά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που έχει τρύπες
→ δείτε τη λέξη τρυπητός |
που έχει λογικά λάθη
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)