διαστροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαστροφή < (ελληνιστική κοινή) διαστροφή < αρχαία ελληνική διαστροφή < διαστρέφω < διά + στρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.stɾoˈfi/ & /ðʝa.stɾoˈfi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαστροφή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαστρέφω
- παραποίηση ή αλλοίωση μιας φυσιολογικής λειτουργίας ή ενέργειας
- (ψυχιατρική) παραποίηση ή αλλοίωση μιας φυσιολογικής λειτουργίας ή ενέργειας (ιδίως στον σεξουαλικό τομέα)
- Και μιλάμε επίσης για πρόσωπα των οποίων η καθημερινότητα ρέπει μονίμως προς το κακό και τη διαστροφή, χτίζοντας μια ανθρωπολογία της απανθρωπιάς κατάστικτη από εμμονές και ψυχώσεις που σκοτώνουν. (*)
- διαστρέβλωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαστροφή