διιστορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διιστορικός < δι- + ιστορικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transhistorical)
Επίθετο[επεξεργασία]
διιστορικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διιστορικός