δικατευθυντικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικατευθυντικός η δικατευθυντική το δικατευθυντικό
      γενική του δικατευθυντικού της δικατευθυντικής του δικατευθυντικού
    αιτιατική τον δικατευθυντικό τη δικατευθυντική το δικατευθυντικό
     κλητική δικατευθυντικέ δικατευθυντική δικατευθυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικατευθυντικοί οι δικατευθυντικές τα δικατευθυντικά
      γενική των δικατευθυντικών των δικατευθυντικών των δικατευθυντικών
    αιτιατική τους δικατευθυντικούς τις δικατευθυντικές τα δικατευθυντικά
     κλητική δικατευθυντικοί δικατευθυντικές δικατευθυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικατευθυντικός < (δις) δι- + κατευθυντικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bidirectional

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.ka.te.fθin.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κα‐τευ‐θυ‐ντι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

δικατευθυντικός

  • (τεχνολογία) που έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει την ενέργεια για την οποία είναι προγραμματισμένος προς δύο κατευθύνσεις
    ※  Μια άλλη ταξινόμηση των μικροφώνων γίνεται με βάση της ευαισθησίας τους στην κατευθυντικότητα, στο πόσο δηλαδή εστιάζουν στον παραγόμενο ήχο από μια ηχητική πηγή. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό έχουμε τα παγκατευθυντικά (omni-directional), τα δικατευθυντικά (bidirectional) και τα μονοκατευθυντικά (unidirectional).
    Κολισίκας, Σέργιος. Πτυχιακή εργασία (.pdf), Ρέθυμνο: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, 2014.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κατευθύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]