δοκάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δοκάρι τα δοκάρια
      γενική του δοκαριού των δοκαριών
    αιτιατική το δοκάρι τα δοκάρια
     κλητική δοκάρι δοκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δοκάρι / δοκ(άριον) + -άρι < υποκοριστικό της αρχαία ελληνική δοκ(ός) + -άριον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðoˈka.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐κά‐ρι
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοκάρι ουδέτερο

  1. λεπτό και μακρύ ξύλο, σκυρόδεμα ή μέταλλο που στηρίζει στέγες σπιτιών
  2. (αθλητισμός, ποδόσφαιρο)
    1. ο κάθε στύλος που απαρτίζει το τέρμα
    2. το χτύπημα της μπάλας στους στύλους του τέρματος

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δοκάρι < αρχαία ελληνική δοκ(ός)   + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δοκάρι ουδέτερο