-άρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-άρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -άριν < ελληνιστική κοινή -άριον < αρχαία ελληνική -άριον (επίθημα υποκοριστικών) < -ιον από λέξεις με θέμα σε -αρ- όπως ἐσχάρα (τζάκι) + -ιον > ἐσχάριον (φουφού) λ.χ.: ζεῦγος > ζευγάριον, πλοῖον < πλοιάριον, τα λατινικά -ārium και -ārius καίτοι δεν ήσαν επιθήματα υποκοριστικών ταυτίσθηκαν λόγω ομοιότητος με το -άριον κατά την ελληνιστική κοινή περίοδο, φερειπείν: δηνάριον < dēnāri(us), κελλάριον < cellārium[1]

Επίθημα[επεξεργασία]

-άρι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]