εικοσιτετράωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικοσιτετράωρος < εικοσι- + τετρά- (< τέσσερα) + ώρ(α) + -ος, αντί του *εικοσιτεσσάωρος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vingt-quatre heures [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ko.si.teˈtɾa.o.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σι‐τε‐τρά‐ω‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
εικοσιτετράωρος, -η, -ο
- που έχει διάρκεια είκοσι τεσσάρων ωρών, μιας ολόκληρης μέρας
- ↪ εικοσιτετράωρος ραδιοφωνικός μαραθώνιος, εικοσιτετράωρη απεργία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικοσιτετράωρος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εικοσιτετράωρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εικοσι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τετρά- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)