εισηγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εισηγμένος, εισηγμένη, εισηγμένο
- που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, ξενόφερτος
- εισηγμένο προϊόν/όρος εισηγμένος από... (άλλη γλωσσα)
- που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο
- εισηγμένη εταιρία/μετοχή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για εταιρείες και μετοχές