ενδοτεταρτημοριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοτεταρτημοριακός < ενδο- + τεταρτημοριακός < τεταρτημόριο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interquartile)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /en.ðo.te.taɾ.ti.mo.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐τε‐ταρ‐τη‐μο‐ρι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοτεταρτημοριακός, -ή, -ό
- (μαθηματικά) που βρίσκεται ανάμεσα σε τεταρτημόρια, που γίνεται μεταξύ τεταρτημορίων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τεταρτημόριο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ενδοτεταρτημορικό εύρος: (μαθηματικά) η διαφορά του πρώτου τεταρτημορίου Q1 από το τρίτο τεταρτημόριο Q3 (Q = Q3 - Q1)
- ※ Από τα δεδομένα του σχήματος 13 βρήκαμε κατά προσέγγιση Q1 = 168, Q3 = 178 επομένως το ενδοτεταρτημοριακό εύρος είναι Q = 10. Δηλαδή το 50% των μαθητών έχουν ύψος μεταξύ 168 και 178 cm.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοτεταρτημοριακός
ενδοτεταρτημοριακό εύρος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ενδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)