επικεφαλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικεφαλίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπικεφαλίς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική en-tête[1] (μαρτυρείται από το 1882)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.ce.faˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κε‐φα‐λί‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επικεφαλίδα θηλυκό
- αυτό που αναγράφεται στην κορυφή ενός κειμένου, ενός πίνακα, μιας επιστολής κ.λπ.
- (προγραμματισμός) οι δηλώσεις πάνω από το κύριο μέρος (το σώμα) μιάς σύνθετης δομής προγραμματισμού, όπως σε μία υποθετική εντολή (πχ. εντολή if), σε έναν βρόχο (πχ. εντολή while), σε μιά συνάρτηση ή μέθοδο (βλ. επικεφαλίδα συνάρτησης), σε μιά κλάση, κλπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ επικεφαλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)