ετερόγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερόγλωσσος < (ελληνιστική κοινή) ἑτερόγλωσσος < αρχαία ελληνική ἕτερος + γλῶσσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.teˈɾo.ɣlo.sos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερόγλωσσος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερόγλωσσος
|