ημιδημόσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιδημόσιος η ημιδημόσια το ημιδημόσιο
      γενική του ημιδημόσιου της ημιδημόσιας του ημιδημόσιου
    αιτιατική τον ημιδημόσιο την ημιδημόσια το ημιδημόσιο
     κλητική ημιδημόσιε ημιδημόσια ημιδημόσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιδημόσιοι οι ημιδημόσιες τα ημιδημόσια
      γενική των ημιδημόσιων των ημιδημόσιων των ημιδημόσιων
    αιτιατική τους ημιδημόσιους τις ημιδημόσιες τα ημιδημόσια
     κλητική ημιδημόσιοι ημιδημόσιες ημιδημόσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιδημόσιος < ημι- + δημόσιος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semipublic)

Επίθετο[επεξεργασία]

ημιδημόσιος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]