θερμοπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermoplastic < αρχαία ελληνική θερμός + πλαστικός < πλάθω
Επίθετο[επεξεργασία]
θερμοπλαστικός
- που αφορά υλικό που γίνεται ευλύγιστο ή εύπλαστο πάνω από μια συγκεκριμένη θερμοκρασία και στερεοποιείται με ψύξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοπλαστικός