ισοθερμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοθερμικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ισοθερμία
- που είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να μην επιτρέπει την ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον και επομένως να διατηρεί σταθερή θερμοκρασία στο εσωτερικό του
- ※ Αν θέλετε να μεταφέρετε κατεψυγμένα τρόφιμα και δεν έχετε φορητό ψυγείο, μπορείτε να τα τοποθετήσετε σε ισοθερμικές σακούλες.
- για ρούχα που καλύπτουν μεγάλο μέρος του σώματος
- ισοθερμικά εσώρουχα, ισοθερμική φόρμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοθερμικός
|