ιχθυοτροφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιχθυοτροφικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰχθυοτροφικός < ἰχθυοτρόφος < αρχαία ελληνική ἰχθύς (ιχθυο-) + τρέφω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.xθi.o.tɾo.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐χθυ‐ο‐τρο‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιχθυοτροφικός
- που έχει σχέση με τον ιχθυοτρόφο, την ιχθυοτροφία ή το ιχθυοτροφείο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ιχθυοτρόφος, ιχθύς και τρέφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιχθυοτροφικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ιχθυο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)