κάθυγρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κάθυγρος η κάθυγρη το κάθυγρο
      γενική του κάθυγρου της κάθυγρης του κάθυγρου
    αιτιατική τον κάθυγρο την κάθυγρη το κάθυγρο
     κλητική κάθυγρε κάθυγρη κάθυγρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κάθυγροι οι κάθυγρες τα κάθυγρα
      γενική των κάθυγρων των κάθυγρων των κάθυγρων
    αιτιατική τους κάθυγρους τις κάθυγρες τα κάθυγρα
     κλητική κάθυγροι κάθυγρες κάθυγρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάθυγρος < ελληνιστική κοινή κάθυγρος < αρχαία ελληνική κατά + ὑγρός

Επίθετο[επεξεργασία]

κάθυγρος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]