καθαρτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καθαρτής | οι | καθαρτές |
γενική | του | καθαρτή | των | καθαρτών |
αιτιατική | τον | καθαρτή | τους | καθαρτές |
κλητική | καθαρτή | καθαρτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καθαρτής < αρχαία ελληνική καθαρτής < καθαίρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καθαρτής αρσενικό (θηλυκό: καθάρτρια)
- (κυριολεκτικά) αυτός που καθαρίζει
- άλλες μορφές: καθαριστής
- (μεταφορικά) αυτός που κάνει καθαρμούς
- (πτηνό) ιερακόμορφο πτηνό της οικογένειας των καθαρτιδών (Cathartidae)