καθηλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.θi.lo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θη‐λα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
καθηλωτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που καθηλώνει, που συμβάλλει στην καθήλωση
- ※ Το νέο μυθιστόρημα (…) είναι καθηλωτικό μέχρι και την τελευταία παράγραφο, έχει ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ανθρώπους με σάρκα και οστά, χαρακτηρίζεται ακόμη από μια αλληγορική χροιά που προσδίδει έναν άλλο τόνο στην όλη αφηγηματική ροή. (www.kathimerini.gr, 27.01.2013)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)