καπελωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπελωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καπελώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.pe.loˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πε‐λω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
καπελωμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) που τον έχουν καπελώσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καπέλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπελωμένος
|