καπιταλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καπιταλάκι | τα | καπιταλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καπιταλάκι | τα | καπιταλάκια |
κλητική | καπιταλάκι | καπιταλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπιταλάκι < αγγλική capital + + υποκοριστικό επίθημα -άκι (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική small caps (πληθυντικός))
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καπιταλάκι ουδέτερο
- (τυπογραφία) τυπογραφικό στοιχείο που ανήκει στα κεφαλαία, αλλά έχει μικρότερο μέγεθος από τα υπόλοιπα κεφαλαία της ίδιας γραμματοσειράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπιταλάκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)