κατάσπαρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάσπαρτος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που είναι σπαρμένος με κάτι σε όλη του την έκταση ή στο μεγαλύτερο μέρος της