καταδιωκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδιωκτικός < ελληνιστική κοινή καταδιωκτικός < αρχαία ελληνική καταδιώκω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prosecuting)
Επίθετο[επεξεργασία]
καταδιωκτικός
- που έχει σχέση με την καταδίωξη, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) καταδιωκτικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδιωκτικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)