κηροδοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηροδοσία οι κηροδοσίες
      γενική της κηροδοσίας των κηροδοσιών
    αιτιατική την κηροδοσία τις κηροδοσίες
     κλητική κηροδοσία κηροδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κηροδοσία < μεσαιωνική ελληνική κηροδοσία < αρχαία ελληνική κηρός + δίδωμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κηροδοσία θηλυκό

  1. (παρωχημένο) είδος φόρου σε κερί, που κατέβαλλε ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα (μονή, ναός κ.λπ.)
  2. το σύνολο των κεριών που ανάβονται ή προσφέρονται σε μια θρησκευτική τελετή
  3. το σύνολο των κεριών που χρειάζεται ένα μοναστήρι ή ένας ναός για ένα έτος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]