κοιλαράς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κοιλαράς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοιλαράς οι κοιλαράδες
      γενική του κοιλαρά των κοιλαράδων
    αιτιατική τον κοιλαρά τους κοιλαράδες
     κλητική κοιλαρά κοιλαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Απεικόνιση του Μπεχίμοθ (του Θεόρατου Τέρατος) από το λεξικό "Collin de Plancy's Dictionnaire Infernal", που πρωτοεκδόθηκε το 1818.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλαράς < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.laˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐λα‐ράς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλαράς αρσενικό (θηλυκό κοιλαρού)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]