κοντόχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /konˈdo.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντό‐χρο‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
κοντόχρονος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που ζει λίγα χρόνια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντόχρονος