κράτησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρᾰτησῐ-, κρᾰτησε-
ονομαστική κράτησῐς αἱ κρατήσεις
      γενική τῆς κρατήσεως τῶν κρατήσεων
      δοτική τῇ κρατήσει ταῖς κρατήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κράτησῐν τὰς κρατήσεις
     κλητική ! κράτησῐ κρατήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρατήσει
γεν-δοτ τοῖν  κρατησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κράτησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κρατέω / κρατῶ, κρατη- + -σις (-γσις)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρᾰ́τησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. επικράτηση, δύναμη, ισχύς
  2. κτήση
  3. εξουσία, κυριαρχία
  4. (πολιτική) άνοδος σε αυτοκρατορικό θρόνο
  5. (ιατρική) κατακράτηση
  6. σταθεροποίηση

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]