κυλιόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυλιόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
κυλιόμενος, -η, -ο
- που κυλιέται, που γυρνάει πάνω σε ένα σταθερό επίπεδο
- (μεταφορικά) που επαναλαμβάνεται ή μεταβάλλεται σε τακτά χρονικά διαστήματα